- δεκάλογος
- ο1. κανόνας με δέκα άρθρα.2. ο νόμος του Μωυσή, οι δέκα εντολές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δεκάλογος — Σύντομος κώδικας νόμων, τον οποίο, σύμφωνα με τη βιβλική αφήγηση (Έξοδος,ιθ’ 1 κ.ε.), έδωσε ο Θεός στον Μωυσή στο όρος Σινά. Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται σε δύο σημεία, τα οποία παρουσιάζουν μικρές παραλλαγές (Έξοδος,κ’ 1 17, Δευτερονόμιον,ε’ 6 … Dictionary of Greek
Ten Commandments — For other uses, see Ten Commandments (disambiguation). This 1768 … Wikipedia
Diez mandamientos — Saltar a navegación, búsqueda Para otros usos de este término, véase Diez mandamientos (desambiguación). Decálogo de Jekuthiel Sofer, 1768, que imita la distribución en dos tablas. Bibliotheca Rosenthaliana, Amsterdam … Wikipedia Español
десѧтословьць — ДЕСѦТОСЛОВЬЦ|Ь (2*), А с. Десять заповедей, согласно Библии, данных богом через пророка Моисея: Въсхощеши ли ѹбо гл҃ати ми ты о жидовине. о десѩтословци б҃ии. иже на скрижали въва˫ано. Пал 1406, 150а; Слыши же ѹбо ты оканьне. осужаѥмъ сы ѿ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Diez Mandamientos — Para otros usos de este término, véase Diez mandamientos (desambiguación). Decálogo de Jekuthiel Sofer, 1768, que imita la distribución en dos tablas. Bibliotheca Rosenthaliana, Ámsterdam. En la Biblia (escritura sagrada de judíos, cristianos, y… … Wikipedia Español
Decálogo — (Del gr. deka, diez + logos, palabra.) ► sustantivo masculino 1 Conjunto de normas o consejos básicos para realizar alguna actividad: ■ les presentó el decálogo del buen estudiante. 2 RELIGIÓN Conjunto de los diez mandamientos de la ley de Dios,… … Enciclopedia Universal
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek
έξοδος — Το δεύτερο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίο αφηγείται την Έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο ύστερα από αιώνες δουλείας. Τα γεγονότα που αναφέρει η Έ. διαδραματίστηκαν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ειδικών μελετητών, περίπου τον 13o αι. π … Dictionary of Greek
γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… … Dictionary of Greek
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek